Μια πρωτοφανής εικόνα καταγράφηκε τα ξημερώματα της Παρασκευής στα μεγάλα λιμάνια της Δυτικής Ακτής των ΗΠΑ: κανένα φορτηγό πλοίο δεν είχε αναχωρήσει από την Κίνα τις τελευταίες 12 ώρες. Το γεγονός αυτό, που είχε να συμβεί από την περίοδο της πανδημίας, σηματοδοτεί ένα νέο ναδίρ στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου.
Μόλις έξι ημέρες πριν, 41 πλοία ήταν προγραμματισμένα να ταξιδέψουν από την Κίνα προς τα λιμάνια του Λος Άντζελες και του Λονγκ Μπιτς. Την Παρασκευή, ο αριθμός αυτός ήταν μηδενικός. Αιτία, οι εξαιρετικά αυξημένοι δασμοί που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ στις κινεζικές εισαγωγές — έως και 145% — με την Κίνα να απαντά με δασμούς 125% στις αμερικανικές εξαγωγές.
Οι συνέπειες αυτής της εμπορικής σύγκρουσης είναι ήδη εμφανείς. Το λιμάνι του Λονγκ Μπιτς καταγράφει πτώση 35-40% στον όγκο φορτίου, ενώ το Λος Άντζελες βρίσκεται στο -31%. Ακόμη και στο Σιάτλ, δεν υπάρχει κανένα φορτηγό πλοίο αγκυροβολημένο, γεγονός που προκαλεί έντονο προβληματισμό.
«Οι ακυρώσεις και οι καθυστερήσεις ξεπερνούν αυτές της πανδημίας», ανέφερε ο CEO του λιμανιού του Λονγκ Μπιτς, Μάριο Κορδέρο, προειδοποιώντας για τον κίνδυνο άδειων ραφιών στα καταστήματα εντός των επόμενων εβδομάδων.
Οι λιανοπωλητές ήδη στρέφονται σε εναλλακτικές αγορές, ωστόσο η Κίνα παραμένει κρίσιμος προμηθευτής. Το 63% των φορτίων που φτάνουν στο λιμάνι του Λονγκ Μπιτς προέρχεται από την Κίνα — ποσοστό μειωμένο από το 72% του 2016, αλλά ακόμη καθοριστικό.
Η ναυτιλιακή κολοσσιαία Maersk δήλωσε ότι οι εμπορευματικές ροές ΗΠΑ-Κίνας έχουν μειωθεί 30-40%. Ο CEO της εταιρείας, Βίνσεντ Κλερκ, σημείωσε πως, αν δεν υπάρξει άμεση αποκλιμάκωση, οι επιπτώσεις θα παγιωθούν και θα είναι μακροπρόθεσμα επιβλαβείς.
Η πρώτη πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση ΗΠΑ και Κίνας αναμένεται να πραγματοποιηθεί στη Γενεύη, με στόχο την αναζήτηση λύσης. Ο Πρόεδρος Τραμπ πρότεινε μείωση των δασμών στο 80%, όμως οι τελικοί όροι θα καθοριστούν από τον Υπουργό Οικονομικών.
Το στοίχημα πλέον δεν είναι μόνο εμπορικό, αλλά και κοινωνικό: η διατήρηση της ροής αγαθών και η αποφυγή οικονομικού σοκ που θα επηρεάσει επιχειρήσεις και καταναλωτές στις δύο πλευρές του Ειρηνικού.