Η συζήτηση για την αύξηση των αμυντικών δαπανών στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ έχει επανέλθει δυναμικά, καθώς οι ΗΠΑ πιέζουν τις ευρωπαϊκές χώρες να ενισχύσουν τη χρηματοδότηση της συλλογικής άμυνας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η πρόταση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για την εξαίρεση των στρατιωτικών δαπανών από το δημοσιονομικό έλλειμμα της ΕΕ αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη, ιδιαίτερα για χώρες όπως η Ελλάδα.
Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να προωθήσει μια “ρήτρα διαφυγής”, που θα επιτρέπει στις χώρες να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες χωρίς να επηρεάζονται από τους δημοσιονομικούς περιορισμούς της ΕΕ. Αυτή η πρωτοβουλία δίνει στα κράτη-μέλη μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, καθώς δεν θα χρειάζεται να περικόπτουν άλλες δαπάνες για να ενισχύσουν την άμυνά τους.
Για την Ελλάδα, η οποία κατέχει την τρίτη θέση σε αμυντικές δαπάνες μεταξύ των μελών του ΝΑΤΟ (ως ποσοστό του ΑΕΠ), αυτή η εξαίρεση αποτελεί μια “χρυσή ευκαιρία”. Η γεωπολιτική της θέση και οι αυξημένες ανάγκες ασφάλειας την καθιστούν δικαιούχο αυξημένων επενδύσεων στην άμυνα, χωρίς να επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός.
Η φον ντερ Λάιεν έχει ήδη αναγνωρίσει τον ρόλο της Ελλάδας ως βασικού πυλώνα άμυνας της ΕΕ, αποκαλώντας τη χώρα “ασπίδα” των ευρωπαϊκών συνόρων από το 2020. Αυτή η στρατηγική θέση συνεπάγεται αυξημένες αμυντικές υποχρεώσεις, και η νέα προσέγγιση της ΕΕ δίνει στη χώρα τη δυνατότητα να θωρακίσει τις Ένοπλες Δυνάμεις της χωρίς τον κίνδυνο δημοσιονομικής αστάθειας.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχεδιάζει ένα ευρύτερο πακέτο ενίσχυσης της αμυντικής βιομηχανίας, με ειδική προσαρμογή στις ανάγκες κάθε χώρας. Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί διπλά, τόσο από την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από το έλλειμμα όσο και από τη στοχευμένη χρηματοδότηση για την αναβάθμιση των αμυντικών της υποδομών.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να πιέζουν τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες, ειδικά εν μέσω της συνεχιζόμενης σύγκρουσης στην Ουκρανία. Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, τόνισε ότι οι χώρες της Συμμαχίας πρέπει να αυξήσουν τις επενδύσεις τους στην αμυντική τους βιομηχανία και να φτάσουν –τουλάχιστον– στο όριο του 2% του ΑΕΠ.
Αν και ο στόχος του 5% του ΑΕΠ που έχει θέσει ο Ντόναλντ Τραμπ θεωρείται ανέφικτος για πολλές χώρες, οι εκτιμήσεις του ΝΑΤΟ δείχνουν ότι ένα ποσοστό κοντά στο 3,5%-4% είναι πιο ρεαλιστικό. Η Ελλάδα, που ήδη δαπανά περίπου 3% του ΑΕΠ της στην άμυνα, βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτό το όριο.
Η πρόταση για την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους δημοσιονομικούς περιορισμούς σηματοδοτεί μια αλλαγή στη στρατηγική της ΕΕ. Η Ελλάδα, ως χώρα με αυξημένες αμυντικές ανάγκες, μπορεί να αξιοποιήσει αυτή την αλλαγή για να ενισχύσει τις Ένοπλες Δυνάμεις της χωρίς να διαταράξει τη δημοσιονομική της σταθερότητα.
Με την Ευρώπη να αναγνωρίζει την ανάγκη για μεγαλύτερη αυτονομία στην άμυνα, η Ελλάδα βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση να διεκδικήσει αυξημένη χρηματοδότηση και να εδραιώσει τον ρόλο της ως βασικός πυλώνας ασφάλειας στην περιοχή.